- αλόγιστος
- -η, -ο (Α ἀλόγιστος, -ον)αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστοςαρχ.1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλόγιστον α) η κατάσταση τής ψυχής που αποκλείει τη λειτουργία τής σκέψης, αλογιστία, παραλογισμόςβ) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, η τύχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λογίζομαι.ΠΑΡ. αλογισταίνω, αλογιστίααρχ.ἀλογιστῶ >νεοελλ.αλογισιά].
Dictionary of Greek. 2013.